στρατιώτης

στρατιώτης
ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, -ώτιδος, ΜΑ
απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς
νεοελλ.
1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό
β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός
2. πιόνι στο σκάκι
3. μτφ. άτομο που υπερασπίζει ή αγωνίζεται σθεναρά για κάτι, αγωνιστής, πρόμαχος («στρατιώτης τής παγκόσμιας ειρήνης»)
νεοελλ.-μσν.
1. το θηλ. γυναίκα που υπηρετεί στον στρατό
2. στον πληθ. (οι) στρατιώτες
(στα βυζ. κείμενα) σώματα ενόπλων που μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης έδρασαν αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο πλευρό τών Βενετών εναντίον τών Τούρκων, ιδίως στην Πελοπόννησο και στα παράλια τής Αδριατικής
μσν.
το θηλ. σύζυγος στρατιώτη
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το θηλ.) είδος υδροχαρούς φυτού
αρχ.
1. μισθοφόρος
2. οπλίτης που υπηρετούσε σε πλοίο
3. το θηλ. α) ως επίθ. στρατιωτική, πολεμική («στόλον... ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγήν», Αισχύλ.)
β) στον πληθ. αἱ στρατιώτιδες
αλοιφή για τα μάτια
4. φρ. α) «στρατιώτας καταλέγειν» — κατάτάξη στον στρατό
β) «στρατιώτης χιλιόφυλλος» — το φυτό αχίλλεια
γ) «λεχώ στρατιῶτις» — σύζυγος στρατιώτη
δ) «στρατιῶτις ναῡς» — πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά στρατιωτών, οπλιταγωγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατιά + κατάλ. -ώτης / -ῶτις (πρβλ. επαρχι-ώτης, ἑστι-ῶτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρατιώτης — soldier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιώτης — ο θηλ. στρατιωτίνα 1. απλός οπλίτης χωρίς κανένα βαθμό. 2. υπέρμαχος, αγωνιστής: Στρατιώτης της Eκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του …   Dictionary of Greek

  • λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • στρατιῶτα — στρατιώτης soldier masc voc sg στρατιώτης soldier masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτέων — στρατιώτης soldier masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτῶν — στρατιώτης soldier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιῶται — στρατιώτης soldier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”